χάρβαλο

χάρβαλο
τό
1) испорченная, негодная вещь; 2) развалина (тж. о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χάρβαλο" в других словарях:

  • χάρβαλο — το καθετί εξαρθρωμένο, ερειπωμένο ή αχρηστευμένο: Αυτό το σπίτι είναι χάρβαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

  • αποχαρβαλώνω — [χάρβαλο] κάνω χάρβαλο, ξεχαρβαλώνω, διαλύω …   Dictionary of Greek

  • χάλαβρο — το, Ν σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *χαλαβρός, παρλλ. τού επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)] …   Dictionary of Greek

  • χαρβαλώνω — Ν [χάρβαλο] ξεχαρβαλώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»